- οφθαλμολόγος
- ο, ηγιατρός ειδικός στις παθήσεις τών οφθαλμών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmologiste (< οφθαλμός + -λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Παδοβά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφθαλμολόγος, ο — οφθαλμολόγος, ο, η βλ. οφθαλμίατρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
οφθαλμίατρος — ο, η γιατρός εξειδικευμένος στην οφθαλμιατρική, αλλ. οφθαλμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + ιατρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
οφθαλμίατρος — ο, η ειδικός γιατρός για τις παθήσεις των ματιών, αλλ. οφθαλμολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)